έλαιο

έλαιο
το
1. λιπαρό υγρό που παράγεται από τη συμπίεση (ζούλισμα) του καρπού της ελιάς, ελαιόλαδο, λάδι της ελιάς.
2. κάθε ρευστή και λιπαρή ύλη, που μοιάζει με το έλαιο: Ορυκτό έλαιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • έλαιο του βιτριολίου — Μορφή του θειικού οξέος που παρασκευάζεται βιομηχανικά και είναι σχεδόν καθαρό θειικό οξύ με μεγάλες ποσότητες διαλυμένων οξειδίων του θείου, κυρίως τριοξειδίου που είναι και ο ανυδρίτης του οξέως. Είναι παχύρρευστο υγρό, εξαιρετικά επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κιτρέλαιο — το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα κίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + έλαιο (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιο, ροδ έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοκαρυέλαιο — το έλαιο που λαμβάνεται από τη σύνθλιψη τών καρπών τής φουντουκιάς, φουντουκόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτοκαρύα + έλαιο (πρβλ. ηλι έλαιο, σπορ έλαιο)] …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοκράμβη — Φυτό ποώδες της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται ειδικά στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη καθώς και στην Ανατολή (Ινδία και Κίνα). Χρησιμοποιείται είτε ως ζωοτροφή είτε για παραγωγή σπερμάτων, από τα οποία εξάγεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”